ἐπαναπαύομαι

ἐπαναπαύομαι
1879 ἐπαναπαύομαι
{с.гл., 2}
почивать, покоиться, опираться (Лк. 10:6; Рим. 2:17). LXX: 5117 (חונ), 8172 (ןעשׁ).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ἐπαναπαύομαι" в других словарях:

  • επαναπαύομαι — επαναπαύομαι, επαναπαύτηκα και επαναπαύθηκα, επαναπαυμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπαναπαύομαι — pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επαναπαύομαι — επαναπαύτηκα, επαναπαυμένος, αμτβ. 1. αναπαύομαι σε κάτι, εφησυχάζω: Επαναπαύεται στις προηγούμενες επιτυχίες του. 2. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι: Μην επαναπαύεσαι σ ό,τι σουυποσχέθηκε. 3. απλώς είμαι ήσυχος, δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαναπαύεσθε — ἐπαναπαύομαι pres imperat mp 2nd pl ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd pl ἐπαναπαύομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαύῃ — ἐπαναπαύομαι pres subj mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαυομένων — ἐπαναπαύομαι pres part mp fem gen pl ἐπαναπαύομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαυσάμενον — ἐπαναπαύομαι aor part mid masc acc sg ἐπαναπαύομαι aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαυόμεθα — ἐπαναπαύομαι pres ind mp 1st pl ἐπαναπαύομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαυόμενον — ἐπαναπαύομαι pres part mp masc acc sg ἐπαναπαύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαύει — ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»